Πολυτέλεια η θέρμανση στην Ελλάδα
Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση θεωρεί δέον να περικόψει το επίδομα θέρμανσης, προωθώντας – κατά τις πληροφορίες – αυστηρότερα κριτήρια για τους δικαιούχους, τα στοιχεία για το κόστος του πετρελαίου θέρμανσης δείχνουν ότι οι Έλληνες θα πρέπει να βάλουν βαθύτερα σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους το χέρι στην τσέπη προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους για θέρμανση.
Συγκεκριμένα στις 2 Νοεμβρίου η μέση τιμή του πετρελαίου θέρμανσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 0,642 ευρώ το λίτρο, ενώ μόλις 2 σεντς πάνω στα 0,631 ευρώ το λίτρο ήταν η μέση τιμή για τις χώρες της Ευρωζώνης.
Ενδεικτικά σε χώρες με μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα, οι τιμές ήταν: στη Γερμανία 0,574 ευρώ το λίτρο, στην Ισπανία 0,606 ευρώ το λίτρο, στη Μεγάλη Βρετανία 0,594 ευρώ το λίτρο, στη Γαλλία 0,656 ευρώ το λίτρο, στο Λουξεμβούργο 0,483 ευρώ το λίτρο, στο Βέλγιο 0,505 ευρώ το λίτρο και στην Αυστρία 0,669 ευρώ το λίτρο.
Πόσο ήταν στην Ελλάδα; 29% ακριβότερο από το μέσο όρο ήτοι 0,83 ευρώ το λίτρο. Και μπορεί βέβαια σε σύγκριση με πέρυσι ή πρόπερσι οι τιμές του πετρελαίου να είναι όντως χαμηλότερες, ωστόσο και στο κομμάτι της θέρμανσης, η υπόθεση θυμίζει την ιστορία με το Χότζα: συνηθίσαμε στην υπερβολική φορολόγηση και τις τιμές σε δυσθεώρητα ύψη και τώρα που καταγράφεται μια σχετική υποχώρηση των τιμών νιώθουμε ανακούφιση έστω και εάν πληρώνουμε τον υψηλότερο ειδικό φόρο κατανάλωσης.
Οι αντιδράσεις πάντως για το θέμα εντείνονται με φορείς της αγοράς να ζητούν από την κυβέρνηση να επανεξετάσει έστω και την ύστατη ώρα τη στάση της.
Χαρακτηριστικά οι εκπρόσωποι των βενζινοπωλών (ΠΟΠΕΚ) χαρακτηρίζουν ως κοινωνικό αγαθό για όλους τους πολίτες τη θέρμανση ενώ υπογραμμίζουν ότι η μείωση του ΕΦΚ θα οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης κατ’ εκτίμηση σε ποσοστό 30%.
Άρα όπως τονίζει η ΠΟΠΕΚ ενδεχόμενη μείωση θα ισοσκελιστεί από την αύξηση από το ΦΠΑ και τον αυξημένο τζίρο των επιχειρήσεων που διακινούν το πετρέλαιο θέρμανσης.
Αξίζει να αναφερθεί τέλος ότι παρά τη σχετική πτώση του υδραργύρου και την επιδείνωση του καιρού, ακόμη η κίνηση στην αγορά δεν έχει “πάρει μπροστά” και οι παραγγελίες εμφανίζονται ακόμη περιορισμένες.